- φιλοποίκιλος
- -ον, Μαυτός που τού αρέσει η ποικιλία, δηλαδή που εμφανίζεται με ποικίλες μορφές, πολυποίκιλος («ὁ πόλεμος οὐκ ἐπίδηλα τὰ κινήματα κέκτηται, ἅτε φιλοποίκιλος ὢν καὶ πολύμορφος», Θεοφύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ποικίλος «πολύμορφος»].
Dictionary of Greek. 2013.